- ιξός
- και οξός, ο (ΑΜ ἰξός)1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν», Πλούτ.)νεοελλ.κοινή ονομασία ορισμένων φυτών που παράγουν κολλώδη ουσίαμσν.παγίδα, δόλωμααρχ.1. κάθε κολλώδης ουσία2. το δόλωμα, η σαγήνη, το μέσο με το οποίο σαγηνεύεται κάποιος («ἰξός ὀμμάτων», Λουκιαν.)3. φιλάργυρος, φειδωλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιο αν πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λ. Εικάζεται συγγένεια με το λατ. viscum «ιξός», το αρχ. άνω γερμ. wihsela «βύσσινο» και το ρωσ. višnja «κεράσι».ΠΑΡ. ιξεύω, ιξία, ιξώδηςαρχ.ιξίνη(αρχ. -μσν.) ιξώμσν.ιξίον νεοελλ. ιξερός.ΣΥΝΘ. ιξοβόρος, ιξοφόροςαρχ.ιξοβόλος, ιξοβολώ, ιξοειδής, ιξοεργός, ιξοποιώ, ιξοφάγος, ιξοφορεύςμσν.ιξόμελινεοελλ.ιξόβεργα].
Dictionary of Greek. 2013.